Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Οι αστικοί μύθοι της οικονομικής κρίσης και κάποιες σχετικές παλινωδίες της μεταρρυθμιστικής αριστεράς

αναδημοσιευση από: http://aristeristrouthokamilos.blogspot.com/

Πολλά σχετικά ερωτήματα έχουμε διατυπώσει από αυτό το ιστολόγιο προς τους επίδοξους μεταρρυθμιστές της αριστεράς, που εν πολλοίς έχουν μείνει αναπάντητα... Ο πολύτιμος όμως χρόνος κάποιων θαρραλέων πρωτοβουλιών κυλά αναξιοποίητος και άλλοι παίρνουν τις δικές τους πρωτοβουλίες με τους δικούς τους φυσικά όρους συνέχειας, έστω και οριακά του μεταπολιτευτικού καθεστώτος του παρασιτισμού της δημόσιας σφαίρας για ίδιον όφελος. Τελευταίο ερώτημα: όσοι επικαλούνται την ανανέωση και την μεταρρύθμιση στην εγχώρια αριστερά, έχουν αποφασίσει να μείνουν οριστικά έξω από αυτόν τον αγώνα και το μεταρρυθμιστικό κοινωνικό μέτωπο;

Τα γουάν και τα ρούβλια που θα πλήρωναν το χρέος και άλλες, ανάλογες, ιστορίες

Οι αστικοί μύθοι μιας οικονομικής κρίσης...

του Παναγή Γαλιατσάτου

Από τον Δεκέμβριο του 2009 η χώρα αγωνίζεται για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Οπως ήταν επόμενο, έκτοτε η κρίση χρέους κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση και όχι πάντα με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο.

Τους τελευταίους 18 μήνες διαμορφώθηκε μια σειρά από αστικούς μύθους γύρω από την κρίση, οι οποίοι, αν και στερούνται ρεαλιστικής βάσης, έγιναν ευρύτατα αποδεκτοί, καθώς υπαινίσσονταν ότι υπήρχε ένας πιο εύκολος δρόμος εξόδου από αυτήν. Εν τέλει, οι μύθοι αυτοί λειτούργησαν υπονομευτικά για την ίδια την εθνική προσπάθεια, αφού συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στο να αντιδρά όλο και εντονότερα η κοινή γνώμη στη σκληρή πραγματικότητα.

Οι πολιτικές δυνάμεις είναι σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνες γι' αυτήν την εξέλιξη, αφού διακίνησαν πρώτες τέτοιου είδους μύθους. Οπως:

1. Την αντίληψη ότι δεν ήταν απαραίτητη η δημοσιονομική πειθαρχία που προσπαθούσε να επιβάλει η Κομισιόν.

2. Μέσω μιας πολιτικής συμφωνίας με τους Κινέζους θα βρίσκαμε τα απαραίτητα κεφάλαια, αίσθηση που καλλιέργησε η ίδια κυβέρνηση από το φθινόπωρο του 2009. Τότε, η κυβερνητική γραμμή ήταν «αντίσταση στις νεοφιλελεύθερες συνταγές της Ε.Ε.» και οι διαρροές από το υπουργείο Οικονομικών ήθελαν το Πεκίνο να εξαγοράζει το ελληνικό χρέος. 
Στην πραγματικότητα, οι Κινέζοι ενδιαφέρονταν σε εκείνη τη φάση για τις επιστροφές ΦΠΑ, ύψους 15 εκατ. ευρώ, στην Cosco. Η συμβολή τους περιορίστηκε στην υπόσχεση ότι θα επένδυαν στις νέες εκδόσεις όταν ξαναβγαίναμε στις αγορές.

3. Οι Ρώσοι, που επίσης ήταν -σύμφωνα με τον μύθο- η άλλη δύναμη που θα μας έστελνε τα απαραίτητα ρούβλια, το μόνο που έκαναν ήταν να υποδείξουν δημόσια στον κ. Παπανδρέου να προσφύγει στο... ΔΝΤ.

4. Στην ίδια περίοδο αναφέρεται και η άποψη ότι μπορούσαμε να είχαμε δανειστεί φθηνά στο τέλος του 2009 και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα, την οποία υιοθέτησε και ο κ. Αντώνης Σαμαράς. 
Ο μύθος αυτός καταρρίφθηκε όταν η Ιρλανδία υποχρεώθηκε να προσφύγει στον μηχανισμό έχοντας προηγουμένως αντλήσει από τις αγορές ένα αποθεματικό ύψους 32 δισ. ευρώ. 
Επιπλέον, ξεχνάμε ότι «φθηνά» στο τέλος του 2009 δεν ήταν δυνατόν να δανειστούμε, καθώς η πρώτη υποβάθμιση από τη Fitch είχε έρθει στις 23 του Οκτώβρη και το spread κυμαινόταν γύρω στις 200 μ. β. 
Και ξεχνάμε επίσης ότι σύμφωνα με την απολογιστική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου, ο νέος δανεισμός το 2009 άγγιξε τα 97 δισ. ευρώ.

5. Από την υπογραφή του Μνημονίου, εμφανίστηκε ένας έτερος μύθος, ότι, δηλαδή, μας δανείζουν με ληστρικά επιτόκια για να βγάλουν κέρδος. Πράγματι η κ. Μέρκελ επέβαλε το «τσιμπημένο» επιτόκιο του 5,2% για πολιτικούς λόγους και η Γερμανία είχε όφελος από μια διαφορά της τάξης του 2,5%. 
Αυτά που παραβλέπουμε είναι ότι ούτως ή άλλως κανείς άλλος δεν μας δάνειζε τότε. 
Οτι το επιτόκιο με το οποίο δανειζόμασταν ήταν πολύ χαμηλότερο από το επιτόκιο της αγοράς, το spread τον Μάιο του 2010 βρισκόταν πάνω από τις 400 μ. β. 
Οτι σε αυτό το πακέτο συμμετείχαν η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία, που δανείζονταν τότε με spread από 150 ώς 220 μ. β., στα όρια δηλαδή να μπαίνουν μέσα. Και ξεχνάμε, επίσης, ότι ουδέποτε το επιτόκιο των δανείων της τρόικας αντιστοιχούσε στο ρίσκο που έπαιρναν οι χώρες αυτές για τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων.

Γερμανικός δάκτυλος, υπέρογκα επιτόκια και κατοχικοί όροι

Στους αγαπημένους μας μύθους ανήκει επίσης ότι:

6. Για το χρέος της χώρας οι σημερινοί δανειστές μας και συνυπεύθυνοι είναι και έχουν ήδη πάρει τα χρήματά τους πίσω με το παραπάνω, αφού με τα δάνεια αγοράζαμε τα προϊόντα τους και με μίζες υπερτιμημένους εξοπλισμούς και υπερτιμημένα κεφαλαιουχικά αγαθά για τις εγχώριες δημόσιες βιομηχανίες. Κανείς όμως δεν υποχρέωσε τους Ελληνες να γεμίσουν τη χώρα Mercedes και BMW και όσο σκοτεινό και αν είναι το παρασκήνιο πίσω από τα υποβρύχια ή τις προμήθειες της Siemens, σε καμία περίπτωση αυτά δεν αθροίζονται στα 290 δισ. ευρώ που ήταν το ύψος του δημόσιου χρέος στο τέλος του 2009.

Οι πιο αποδεκτοί μύθοι είναι αυτοί που βασίζονται σε μια αφαίρεση, δηλαδή στη σκόπιμη παράβλεψη ενός σημαντικού στοιχείου, ώστε να αλλάζουν εντελώς η εικόνα και οι αναλογίες.

7. Η άποψη ότι η κρίση δεν είναι ελληνική αλλά εισαγόμενη και ότι πληρώνουμε τα σπασμένα για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες αγνοεί το γεγονός ότι η χώρα ήταν καταχρεωμένη και ότι αν δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης ή θα έπρεπε να είχε πάρει τα μέτρα πολύ νωρίτερα ή θα είχε χρεοκοπήσει.

8. Η αντίληψη πάλι ότι θα έπρεπε να αρνηθούμε να αποπληρώσουμε το χρέος και να κηρύξουμε στάση πληρωμών εξαφανίζει από την εικόνα το διαχρονικά αρνητικό εμπορικό μας ισοζύγιο και την ανύπαρκτη ελληνική παραγωγική βάση και μαζί τους το γεγονός ότι το μοσχαράκι, το γάλα, τα καύσιμα και πολλά άλλα βασικά είδη θα αναβαθμίζονταν σε είδη πολυτελείας. Εξαφανίζει επίσης από την εικόνα τα πρωτογενή ελλείμματα στον προϋπολογισμό, κάτι που σημαίνει ότι το κράτος θα έπρεπε να σταματήσει να πληρώνει ή να μειώσει δραστικά τους μισθούς και τις συντάξεις.

9. Τελευταία κερδίζει έδαφος ο μύθος ότι τα δάνεια μας δίνονται για την εξυπηρέτηση του χρέους και όχι για μισθούς ή συντάξεις. Αυτός βασίζεται στην πραγματική αποτύπωση (ιδιαίτερα στους τελευταίους προϋπολογισμούς μετά το 2007) ότι πάνω από το 50% των δαπανών πηγαίνει στην εξυπηρέτηση χρεολυσίων και τόκων. Οι θιασώτες του υποστηρίζουν ότι σε σύγκριση με αυτά τα μεγέθη τα ελλείμματα που δημιουργεί ο δημόσιος τομέας είναι αμελητέα, και άρα η λύση βρίσκεται στη μη αποδοχή πληρωμής του χρέους. Η ανάγνωση αυτή αγνοεί ότι το 50% αυτών των πιστωτικών δαπανών αναφέρονταν τα τελευταία χρόνια σε Eurocommer cials, δηλαδή βραχυπρόθεσμες πιστωτικές διευκολύνσεις που συνάπτονταν για να χρηματοδοτηθούν καταναλωτικές δαπάνες του κράτους και αποπληρώνονταν μέσα στον χρόνο. Στην πραγματικότητα οι δαπάνες για τόκους ακόμα και σήμερα δεν ξεπερνούν το 6% του ΑΕΠ.

10. Ευρύτατα διαδεδομένος είναι επίσης ο μύθος ότι στο ελληνικό κράτος επιβλήθηκαν από τους δανειστές κατοχικοί όροι και άρση της ασυλίας του. Ο καθηγητής Αντ. Μανιτάκης έδειξε όμως στην «Κ» την περασμένη Κυριακή ότι οι όροι αυτοί για τους οποίους έγινε τόσος ντόρος είναι συνήθεις στις συμβάσεις δανεισμού και υπήρχαν πάντοτε και στις εκδόσεις ομολόγων.

11. Οσο για τον αγαπημένο μύθο της πλατείας, ότι εμείς δεν χρωστάμε τίποτε και ως εκ τούτου δεν πληρώνουμε τίποτε, θα έπρεπε να επισημάνει κανείς ότι τις κυβερνήσεις που οδήγησαν το χρέος στο σημερινό ύψος εμείς τις εκλέξαμε, «καλύτερες μέρες» και «λεφτά υπάρχουν» ψηφίζαμε πάντα. Και όσους προειδοποιούσαν ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, όπως π. χ. ο Στ. Μάνος, τους τιμωρούσαμε αφήνοντάς τους εκτός Βουλής.



Ένα βήμα μπρος δύο βήματα πίσω

του Ευθύμη Δημόπουλου

Πρόσφατα η ΔΗΜΑΡ διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία εκδήλωση όπου αξιόλογοι οικονομολόγοι παρουσίασαν τις απόψεις-προτάσεις τους σχετικά με την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση. Η εκδήλωση δανείστηκε, από μια γνωστή μπροσούρα του Λένιν, τον εύγλωττο τίτλο «Τι να κάνουμε;», όχι φυσικά για να παραπέμψει σε λενινιστικές λύσεις αλλά για να υπογραμμίσει την ανάγκη επείγουσας δράσης μπροστά στη σημερινή κατάσταση. Στο παρόν κείμενο επιλέγω έναν εξίσου γνωστό λενινιστικό τίτλο (Ένα βήμα μπρος δύο βήματα πίσω), για να δείξω τις παλινωδίες του επίσημου πολιτικού λόγου της ΔημΑρ οι οποίες μας καθηλώνουν σε μια ιδιότυπη αλλά και νοσηρή ουδετερότητα, που τελικά μας φθείρει και κινδυνεύει να μας απομακρύνει από το μπλοκ των ήδη αναιμικών δυνάμεων του ελληνικού μεταρρυθμισμού..

Παλινωδία 1η : Ενώ σε επίπεδο διακηρυγμένων θέσεων συνεδρίου δεχόμαστε πως η εκτόξευση του δημόσιου χρέους, των ελλειμμάτων και η «παραγωγική ερημοποίηση» της ελληνικής οικονομίας οφείλονται αποκλειστικά στο μοντέλο πολιτικής και κοινωνικής κουλτούρας που επέβαλε το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα και δεχόμαστε πως «πίσω από κάθε πτυχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης κρύβεται κάποια από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος» στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, δείχνουμε αδρανείς ή και φιλικοί απέναντι στην «εξέγερση των συντεχνιών» και ιδιαίτερα ανεκτικοί με το λίπος του δημόσιου τομέα. Διστάζουμε να αποκαλύψουμε θαρραλέα στην κοινή γνώμη και στους χώρους εργασίας τις ευθύνες και το ρόλο όλων αυτών των πελατειακών μαγαζιών (πραγματικής κόπρου του Αυγεία) και έτσι χάνουμε την ευκαιρία να έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο στην, τόσο απαραίτητη για την ελληνική κοινωνία, αποδόμησή τους. Η αδράνεια αυτή παράλληλα κάθε άλλο παρά συμβάλλει στην αναζήτηση μιας νέας συλλογικής αυτογνωσίας, αντιθέτως αποπροσανατολίζει, παράγοντας «αγανακτισμένους».

Παλινωδία 2η : Αναγνωρίζουμε πως η διαχείριση της ελληνικής κρίσης οφείλει να κινείται σε δύο επίπεδα δηλαδή τόσο αυτό των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό όσο και αυτό των συνολικών ευρωπαϊκών ρυθμίσεων ακόμη και της ριζικής αναδιάρθρωσης του κυρίαρχου ευρωμοντέλου και δηλώνουμε πως «Η χώρα δεν πρέπει να περιμένει τη λύση των προβλημάτων της από τους άλλους. Ούτε ευθύνονται οι εταίροι της στην ΕΕ για τη δική της δεινή θέση. Ωστόσο, αναμένονταν από την ΕΕ να εκδηλώσει τη δέουσα κοινοτική αλληλεγγύη, αναλαμβάνοντας και τις δικές της ευθύνες». Ωστόσο στο δια ταύτα της πολιτικής μας προπαγάνδας και πρακτικής διαρκώς υπερτονίζεται η δεύτερη διάσταση και ατροφεί ολοένα το πρώτο σκέλος. Με τον τρόπο αυτό διολισθαίνουμε προς την προσέγγιση Βαρουφάκη που αξιολογεί την Ελλάδα ως «μια ευρωπαϊκή νομαρχία» ως «ένα Οχάιο στις ΗΠΑ του 1929» και ισχυρίζεται πως η Ελλάδα, ότι και αν κάνει, δεν έχει καμιά ελπίδα διάσωσης, αν δεν λυθεί το πρόβλημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό τον οδηγεί στη γνωστή, και αρκετά προκλητική στη διατύπωσή της, θέση του Τίποτα, δηλαδή της απόλυτης ματαιότητας των οποιωνδήποτε μέτρων σε εθνικό επίπεδο. Ακόμη και αν κατανοούμε και συμμεριζόμαστε ένα μεγάλο μέρος αυτής της ανάλυσής δεν πρέπει να συνταχθούμε μαζί της για δύο λόγους:
α) Γιατί η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος έχουν ανάγκη σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, από τη συσσώρευση πολιτικού και κοινωνικού κεφαλαίου που θα πρωταγωνιστήσει στις μεταρρυθμίσεις και στην ανατροπή της παθολογίας και των αδιεξόδων του «Αncien Règime» της μεταπολίτευσης
Αυτό το νέο κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο εκγυμνάζεται, σφυρηλατείται σήμερα, για να υπάρξει αύριο. 
Δε θα παρουσιαστεί ποτέ μονομιάς ως μεσσίας ή «από μηχανής θεός» από κάποια κουίντα της ιστορίας.
β) Γιατί για λόγους πολιτικού ρεαλισμού (παροχή εγγυήσεων για την εκταμίευση των δόσεων) και πολιτικής ηθικής (greek party, greek statistics, εικόνα για την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό τύπο, πορεία προς μια νέα αυτογνωσία κ.τ.λ.) πρέπει να αλλάξουμε πρωτίστως τα του οίκου μας.

Παλινωδία 3η: Αντιλαμβανόμαστε όλοι μας, παρακολουθώντας στοιχειωδώς τα ΜΜΕ, πως στην Ε.Ε. διεξάγεται ένα σκληρό μπραντεφέρ ανάμεσα σε δυνάμεις κεντρομόλες και δυνάμεις φυγόκεντρες (εθνολαϊκίστικος σκληρός αντιευρωπαϊσμός και επιλεκτικός ευρωπαϊσμός του Βορρά) του ευρωπαϊσμού. 
Από την ιδρυτική μας αφετηρία έχουμε επιλέξει να συμπαραταχθούμε με τους πρώτους. 
Έχουμε επιπλέον λόγους να το κάνουμε σήμερα, γιατί κατανοούμε πως η διάσωση της χώρας από την άβυσσο της πλήρους χρεοκοπίας θα συντελεστεί εντός της ευρωζώνης. 
Τίποτα κοινό δεν έχουμε με εγχώριες δυνάμεις που προπαγανδίζουν το «φέσωμα» στους Ευρωπαίους και την επιστροφή στη δραχμή ως διέξοδο για το ελληνικό χρέος και την αποκατάσταση της εθνικής υπερηφάνειας. 
Οφείλουμε όμως να υποστηρίξουμε τις δυνάμεις του ευρωπαϊσμού έμπρακτα. Αυτό σημαίνει, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να συνομολογήσουμε υπέρ της παροχής εγγυήσεων στους ευρωπαίους εταίρους μας
Τι μας ζητούν; Εγγυήσεις από την ελληνική πολιτική τάξη που θα δικαιολογούν στην κοινή γνώμη, στον Τύπο των χωρών τους, στα εθνικά τους κοινοβούλια, στις αγορές την εκταμίευση της 5ης δόσης. Ως τέτοιες εγγυήσεις προσδιορίστηκαν η πολιτική συναίνεση και η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου. 
Ουσιαστικά, ζητούν μια δημόσια ελληνική εικόνα σταθερότητας και συνέχισης της προσπάθειας. Το ζήτησαν και από τις άλλες χώρες της υπερχρεωμένης ευρωπεριφέρειας. Οι άλλες χώρες επιδίωξαν και σε ένα βαθμό κατάφεραν να δώσουν αυτές τις εγγυήσεις (Ιρλανδία και Πορτογαλία πολιτική συναίνεση, Ισπανία συναίνεση συνδικάτων και εργοδοσίας). 
Εμείς την πολιτική συναίνεση, τουλάχιστον προσωρινά, τη χάσαμε, μας μένει η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου. Ωστόσο, και εδώ παλινωδούμε επικίνδυνα αρνούμενοι ως ΔημΑρ να υποστηρίξουμε την παροχή εγγυήσεων, όταν δηλώνουμε πως θα καταψηφίσουμε το μεσοπρόθεσμο
Θεωρώ πως έτσι αντιλαμβανόμαστε τελείως μονομερώς την εταιρική μας σχέση στην ευρωζώνη.
Βέβαια, η κριτική κατά του μεσοπρόθεσμου δεν είναι αβάσιμη ούτε ανυπόστατη. 
Ας δούμε λίγο τι κερδίζουμε και τι χάνουμε υπερψηφίζοντας το Μεσοπρόθεσμο; Σε ότι αφορά το ίδιο το ύψος του χρέους, προσωρινά τουλάχιστον, ελάχιστα. Η ύφεση παραμένει, μάλλον επιδεινώνεται - άλλωστε απ’ ότι φαίνεται για την Ελλάδα δεν υπάρχει άλλο σκαλί για να περάσουμε στην ανάπτυξη και να υπερβούμε την κρίση παρά μια αναπόφευκτη μακρόχρονη φάση ύφεσης και πτώσης του ατομικού βιοτικού επιπέδου - γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη μείωση του ελλείμματος. Επίσης το κοινωνικό κόστος κάθε άλλο παρά ασήμαντο είναι (ανεργία, ανέχεια, διαρκείς περικοπές του οικογενειακού προϋπολογισμού κ.τ.λ.).
Ωστόσο, από την άλλη πρέπει να βάλουμε στη ζυγαριά τα οφέλη. Με την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου κρατάμε στο στόμα το σωλήνα του οξυγόνου της δανειοδότησης, γλιτώνουμε προσωρινά τη χρεοκοπία, αγοράζουμε χρόνο, συμπαρατασσόμαστε στη διάσωση της ευρωζώνης και πάνω απ’ όλα ελπίζουμε μέσα στο πλαίσιο της ευρωζώνης σε ένα ακόμη βήμα ή άλμα, όπως έγραψε και ο Παγουλάτος στην Καθημερινή, οικονομικής ολοκλήρωσης (ευρωπαίος υπερυπουργός οικονομικών, ευρωομόλογο, σχέδιο Μάρσαλ κ.τ.λ.). 
Επιπλέον στο διάστημα αυτό παραμένει η δυνατότητα (φαίνεται ξεκάθαρα από τις δηλώσεις Βενιζέλου, από τη συνέντευξη Μητσοτάκη στον Παπαχελά αλλά και διαρροές της τρόικας) επαναδιαπραγματεύσεων των εφαρμοστικών νόμων προς μια δικαιότερη και ορθολογικότερη κατεύθυνση. Αρκεί αυτή η διαπραγμάτευση να μην εξελιχθεί ως ακόμη μια ντρίπλα ελληνικής κουτοπονηριάς στην τρόικα αλλά πραγματικά ως μια ευκαιρία δικαιότερου αναπροσανατολισμού των μέτρων.
Παράλληλα, μέσα από την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, όπως και στο Μνημόνιο 1, ανοίγεται μια προοπτική για επίσπευση και πραγμάτωση μεταρρυθμίσεων, για μαχαίρι στο λίπος του κράτους (αποκρατικοποιήσεις), για εξορθολογισμό (ενιαίο μισθολόγιο δημοσίων υπαλλήλων), για μείωση σπατάλης (μείωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, κόψιμο μαϊμού αναπηρικών και επικουρικών συντάξεων), για διαρθρωτικές αλλαγές (νέο μισθολόγιο ΔΥ, ενιαία αρχή πληρωμών), για αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, για προσέλκυση ξένων επενδυτών, για ανακατατάξεις στα χαρακτηριστικά της οικονομίας μας, όπως αυτές που περιέγραψε τόσο εύστοχα ο Δοξιάδης στην πρόσφατη εκδήλωση.
Ολοκληρώνω την κριτική μου υπενθυμίζοντας μια ίσως κυνική στη διατύπωσή της, αλλά σκληρά ορθολογική στην ουσία της, διαπίστωση του Πάσχου Μανδραβέλη για τη σημερινή κατάσταση στη χώρα. 
«Εδώ που έχουμε φτάσει δεν υπάρχουν λύσεις αλλά επιλογές».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου